- εφελκίς
- (-ίδος) η мед. струп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐφελκίς — scab of a sore fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφελκίδα — ἐφελκίς scab of a sore fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφελκίδας — ἐφελκίς scab of a sore fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφελκίδος — ἐφελκίς scab of a sore fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφελκίδων — ἐφελκίς scab of a sore fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφελκίδα — η (Α ἐφελκίς, ίδος) η σκληρή, στερεή ουσία που καλύπτει μιαν απώλεια δερματικής ουσίας και που σχηματίζεται πάνω σε έλκος, σε πληγή, κν. κάκαδο, κρούστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕλκος] … Dictionary of Greek